EIΠAN KAI ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ Π. ΕΥΣΕΒΙΟ

                            

Ἔγραψε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου ΜΑΚΑΡΙΟΣ

 Τό νά γράψει κανείς ἔστω καί δύο γραμμές γιά τόν ἀείμνηστο πλέον Γέροντα π. Εὐσέβιο Βίττη πού ἔφυγε γιά τήν αἰωνιότητα, καλεσμένος τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, εἶναι πάρα πολύ δύσκολο.

Νά σκιαγραφήσει κανείς μιά ἀφανή προσωπικότητα, κεκρυμένο θησαυρό, ἀτίμητο διαμάντι πού ἔλαμψε στό στερέωμα τῆς τοπικῆς ζωῆς τῆς μικρῆς μας Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου καί πού τό φῶς του, ” φῶς Χριστοῦ”, ἐφώτισε ”πάσαν τήν οἰκουμένην” μέ τήν ζωή, τήν ἁπλότητα, τήν ἀσκητικότητα, τήν ταπείνωση, τούς λόγους καί τά κείμενά του.

 Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Εὐσέβιος Βίττης ὑπῆρξε μιά σπάνια ἱερατική μοναχική καί ἀσκητική μορφή, ἀληθινό κόσμημα τῆς Μητροπόλεώς μας καί τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Θεός τόν εἶχε προικήσει μέ πολλά χαρίσματα. Καί εἶχε τήν ξεχωριστή εὐλογία νά ἀνατραφεῖ πνευματικά κοντά σέ ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί νά προσελκύει κοντά του γιά νά τούς οἰκοδομήσει πνευματικά πολλούς εὐσεβεῖς χριστιανούς. Μέλισσα ἀληθινή πού σκορπούσε παντοῦ τό γλυκό μέλι τῆς ζωῆς καί τῶν λόγων του. Πέρα καί πάνω ὅμως ἀπό τήν συμβολή τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων μέ τούς ὁποίους συναναστράφηκε, μεταξύ τῶν ὁποίων ‘ξέχουσα θέση κατέχει καί ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου ὁ Ἰωάννης ὁ ἀπλός καί ἀσκητικός, ἦταν καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού τόν εἶχε ἐπισκιάσει καί ὁ δικός του ἰσόβιος πνευματικός ἀγώνας, πού συνετέλεσαν στή διαμόρφωση τῆς ἀκτινοβόλου ἱερατικῆς προσωπικότητάς του. Σημειώνω μερικά ἀπό τά ἔκδηλα γνωρίσματα τῆς προσωπικότητας αὐτῆς, πού εὔκολα διαπίστωναν ὅσοι εἶχαν τήν εὐτυχία νά τόν γνωρίσουν καί νά τόν ἀναστραφοῦν.

 1. Ὁ ἀσκητής Γέροντας Εὐσέβιος Βίττης διέθετε ἱεραποστολικό χάρισμα δῶρο τοῦ Θεοῦ στίς χειροτονίες του. Ἀντικρύζοντας τον σοῦ ἐνέπνεε γαλήνη καί ἠρεμία, συνειδητοποιοῦσες ὅτι ἀπέναντί σου εἶχες ἕναν ἀληθινό λειτουργό τοῦ μυστηρίου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, πού ἐξέπεμπε μιά ἀνεπιτήδευτη ἀρχοντιά, στά λόγια, σέ ὅλες τίς αναστροφές καί τίς κινήσεις του.

Σεμνός, ἱεροπρεπής, μετρημένος σέ ὅλα του, μέ ἀσκητικό πρόσωπο καί σῶμα ἰδίως τά τελευταῖα χρόνια, καθαρά μάτια καί φωτεινό βλέμμα. Προσηνής στήν ἐπικοινωνία του μέ τούς ἄλλους, γλυκός στούς τρόπους, διαλλακτικός στίς ἀπόψεις του, σταθερός στίς ἀρχές του, αὐστηρός στό ἦθος, εἶχε τό χάρισμα νά ἐπιβάλλεται. Νά ἐμπνέει σεβασμό. Νά συγκεντρώνει γύρω του τά πνευματικά παιδιά του. Νά οἰκοδομεῖ μέ τόν ”ἄλατι ἠρτυμένο” λόγο του. Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Εὐσέβιος Βίττης ἦταν ἕνας ταπεινός ἄρχοντας Ἱερεύς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου χωρίς τύφο καί ἔπαρση, προσποίηση ἤ διάθεση ἐπιδείξεως.

 2. Ὡς λειτουργός ὁ μακαριστός Γέροντας ἦταν ἀπαράμιλλος ἀληθινός μυσταγωγός. Ἡ ὥρα τῆς λατρείας καί ἰδιαίτερα ἡ τέλεση τῆς Θείας λειτουργίας ἦταν προσωπική ἐπικοινωνία-συνομιλία τοῦ Γέροντος μέ τόν Θεό. Ἦταν ὁ χρόνος καί ὁ τρόπος πού ἀπεκάλυπταν τήν ἰδιαίτερη σχέση του μέ τό μυστήριο τῶν μυστηρίων, πού τόν διέκρινε, καί τήν πνευματικότητα ἀπό τήν ὁποία ἐνεφορεῖτο. Ἀκρίβεια, ἱεροπρέπεια, σεμνότης, προσοχή, προσήλωση, συναίσθηση ἦταν τά ἐμφανῆ χαρακτηριστικά τοῦ Εὐσεβίου ὡς λειτουργοῦ. Τά ἀφανῆ; Πιό πολλά ἄδηλα καί κρύφια γιά τούς περισσότερους ἀπό ἐμᾶς. Τά ἄμφιά του, τό μικρό παρεκκλήσιό του ἦταν τόπος πνευματικῶν ἀνατάσεων χωρίς καλλιφωνίες, ἀνεπιτήδευτος σέ ὅλα.

 3.Ὁ μακαριστός Γέροντας ὑπῆρξε καί ἀκάματος ἐργάτης τοῦ Θεοῦ Λόγου. Βαθύς γνώστης ὁ ἴδιος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καί Καινῆς καί ἀκούραστος μελετητής τῆς πατερικῆς σοφίας, πίστευε στή δύναμη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος. Πάντοτε ὁμιλοῦσε καί τά κηρύγματά του κάθε Κυριακή στό Σιδηρόκαστρο καί τήν Ἡράκλεια συγκέντρωναν πλῆθος εὐλαβῶν χριστιανῶν ἀπ’ ὅλα τά μέρη τῆς Βορείου Ἑλλάδος ἐπί μία τριακονταετία καί πλέον. Ὁ λόγος του ἦταν ρέων, λιτός, σαφής, σεμνός, ἁπλός, χωρίς στόμφο καί διάθεση ἐπιδείξεως. Ἡ ἐπιδίωξή του ἦταν νά οἰκοδομήσει τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί ὄχι νά ἐντυπωσιάσει. Ὁ λόγος του ἦταν πάντοτε ἐκκλησιαστικός, ξένος πρός κάθε δημαγωγικό στοιχεῖο καί τέχνασμα ρητορικῆς.

 Τά προσωπικά του πνευματικά βιώματα, ἡ ἀσκητική ζωή του, ὁ πόθος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ πού τόν συνεῖχε, ἡ ἐπίγνωση τῆς ματαιότητος τῶν ἐγκοσμίων πού εἶχε, προσέδιδαν στίς ὁμιλίες του μιά ἀσυνήθιστη πνευματική χάρη καί ὁ λόγος του ἀσκοῦσε βαθειά ἐπίδραση στίς καρδιές τῶν ἀκροατῶν του. Ἐξέπεμπε ζέση καί αὔρα πού ἀνέπαυε τό πνεῦμα ἐκείνων πού τόν ἄκουαν.

 4. Ὁ μακαριστός Γέροντας Εὐσέβιος ὑπῆρξε κυρίως καί ὁ ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς. Ἀγαποῦσε τήν προσευχή. Ἐκτιμοῦσε βαθειά τήν ἀξία της. Ὑπολόγιζε στή δύναμη της. Ἀφιέρωνε τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ χρόνου του στήν ἄσκησή της. Συνιστοῦσε ἐνθέρμως καί στούς ἄλλους νά προσεύχονται. Ἐνδείξεις καί μαρτυρίες μᾶς ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι καί νύχτες ὁλόκληρες παρέμενε ἄυπνος, ἀφιερώνοντας τό γαλήνιο χρόνο τῆς νύχτας στήν προσευχή. Πραγματοποιεῖτο καί στό πρόσωπό του, αὐτό πού σημειώνει ὁ ἱερός Λουκᾶς γιά τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό: ”καί ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ.” Ἡ πίστη του στήν ἀξία τῆς προσευχῆς καί ἡ ἀγάπη του γι’αὐτήν ἐκδηλωνόταν σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς του καί κυρίως μέ τήν ἀπομόνωσή του στό κελί του, στό ἄβατό του καί ἰδίᾳ τούς καλοκαιρινούς μῆνες. Χανόταν μέσα στή ἄγρια φύση τοῦ βουνοῦ, πού ἐπέλεξε νά ζήσει, μόνος μόνῳ Θεῷ, ζώντας χαρούμενες καί εὐλογημένες στιγμές ἐπικοινωνίας μέ τό Θεό. Μνημόνευε στήν πρόθεση ἐν ἀγάπῃ τούς πάντες καί τά πάντα, τούς ἀσθενεῖς, τούς ταλαιπωρημένους τῆς ζωῆς ἀπό τά καθημερινά, ἀνθρώπινα καί πνευματικά ζητήματα. Ὅλα τά καθιστοῦσε ἀντικείμενο προσευχῆς.

 5. Παράλληλα μέ τά παραπάνω, ὁ Γέροντας ὑπῆρξε ἰδιαίτερα ἀποτελεσματικός σέ ἔργα φιλανθρωπίας. Μισθόν δέν ἔλαβε οὐδέποτε ἀπό τήν ἱερατική διακονία του. Στό βάζο ἔξω ἀπό τό κελί του ἔγραφε` ”χρήματα δέν δέχομαι”. Καί ὅσα τοῦ ἐμπιστεύοντο οἱ χριστιανοί μας, τά μοίραζε στούς ἔχοντας ἀνάγκη, μή γνωρίζοντας ἡ δεξιά του τί ποιοῦσε ἡ ἀριστερά του. Ἐτήρησε τά τοῦ Εὐαγγελίου στήν κυριολεξία` τό ‘‘ἐπείνασα καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καί ἐποτίσατέ με, ἠσθένησα καί ἐπισκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καί ἤλθετε πρός με”. Πόσα καί πόσους δέν βοήθησε ἱεροκρυφίως!

 6. Τέλος, ἦτο ὁ ἀπαράμιλλος καί ἀκούραστος ἐξομολόγος. Νυχθημερόν ἐξομολογοῦσε. Ἐπί ἔτη πολλά. Καί κάτω ἀπό τό πετραχήλι του ἀνεύπαυε τά πνευματικά του τέκνα, λύων τάς τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτίας, συμβουλεύων, νουθετῶν, καθοδηγῶν, ἐπιτιμῶν καί βάζοντας φάρμακο ἐλέους στίς πονεμένες ψυχές τῶν ἀνθρώπων ”ἐπιχέων ἔλαιον καί οἶνον”.

 Αὐτός μέ λίγα λόγια ὑπῆρξε ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ, ὁ Γέροντας Εὐσέβιος. Τοῦ σεπτοῦ, ἀδαμάντινου καί ἀξιοσέβαστου Γέροντός μας Εὐσεβίου Βίττη αἰωνία ἡ μνήμη.

 Ο  ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟΥ

 Μ Α Κ Α Ρ Ι Ο Σ

        

 
                                      ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ π. ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΒΙΤΤΗ
                                       Σκαφτιάς, ρακοσυλλέκτης καί μαραγκός. 
  
 Σέ κάποιο σημεῖο τοῦ ”Καταφυγίου ἰδεῶν” ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς τόν ἀναφέρει, εὔφημα, μαζί μέ τούς νῦν Ἀρχιεπισκόπους Ἀναστάσιο Γιαννουλάτο καί Δημήτριο Τρακατέλλη. Τόν θυμᾶμαι ἀρχηγό μιᾶς ἀποστολῆς τῆς Χριστιανικῆς Φοιτητικῆς Ἐνώσεως στή σεισμόπληκτη περιοχή τοῦ Δομοκοῦ τό 1953. Φοροῦσε μιά πλατύγυρη ψάθα καί δούλευε τόν κασμά κάτω ἀπό τόν ἥλιο τοῦ καλοκαιρινοῦ κάμπου. Δέν θά μποροῦσα νά τόν φανταστῶ μέ μίτρα στή θέση τῆς ψάθας καί ἐπισκοπική ράβδο ἀντί ἀξίνα. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν κομμένος ἀπό τό νταμάρι τῶν ἐργαζομένων ταῖς ἰδίαις χερσί. Ἤξερε πολύ καλά τί σημαίνει χειρωναξία καί δέν τήν ἀποστράφηκε. Ἡ γνώση αὐτή τόν ὁδήγησε, γιά νά περιοριστῶ σέ ἕνα μικρό ἀλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα, στήν ἀνατροπή τοῦ διαιτολογικοῦ καθεστῶτος στό φοιτητικό οἰκοτροφεῖο τοῦ ”Ἀποστόλου Παύλου”, ὅπου στεγάζονταν καί πολλοί σκληρά ἐργαζόμενοι φοιτητές. Ὁ οἰκονόμος καί σιτιστής τοῦ οἰκοτροφείου λίγο καί θά πάθαινε ἀποπληξία, ὅταν πῆρε τήν ἐντολή ἀπό τό νέο διευθυντή νά ἀντικαταστήσει τό μεσημεριανό λαδερό φαγητό τοῦ Σαββάτου μέ μουσακά ἤ παστίτσιο, ἐνῶ τή βραδινή ταχινόσουπα καί τά ἀράπικα φυστίκια μέ πιλάφι καί τυρί. Ἀργότερα ἀσυμβίβαστος μέ τίς ὅποιες σκοπιμότητες καί τήν παραπλανητική χλιαρότητα, πῆρε τῶν ὀμματιῶν του καί πῆγε νά βρεῖ τόν ἀββᾶ Πιέρ, τόν ρακοσυλλέκτη τοῦ Παρισιοῦ. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ οὐσιώδους τόν ἔφερε ὕστερα στή Σουηδία, ὅπου δούλεψε ὡς μαραγκός καί ἱερέας. Βίος δίχως τήν ἐλάχιστη ἄνεση. Ἄν τό καλοῦσε ἡ ἀνάγκη, θά μποροῦσε νά δουλέψει σέ ἁλιευτικό ἀνοικτῆς θαλάσσης, σέ ρυμουλκό, ἤ ἐκφορτωτής σέ λιμάνι ἤ ὁδηγός νταλίκας. Μετά τήν δύσκολη θητεία του στόν κόσμο, ἀναζητώντας πάντοτε τό <ἐν οὗ ἐστί χρεία>, ἀσκήτεψε, ὅπως οἱ ἀσκητές τῆς ἐρήμου. Λέγοντας τά <σύκα σύκα καί τή σκάφη σκάφη>, ὁμολογοῦσε ὅτι ὁ τίτλος τοῦ ἀρχιμανδρίτη, πού ἔφερε καί ὁ ἴδιος, ἦταν ἕνα κατά συνθήκην ψεῦδος. Ἐκτός ἀπό τήν κατασκήνωση στό σεισμόπληκτο Θαυμακό, ἔζησα καί μιά ἑβδομάδα μαζί του – μέ ἄλλους πέντε- στό Δομοκό τά Χριστούγεννα τοῦ ἴδιου χρόνου. Τότε δέν μποροῦσα νά διακρίνω καθαρά τή φλόγα πού τόν κατάκαιγε. Μέ ἐντυπωσίαζε περισσότερο ἕνας διακεκριμμένος φυσικός τῆς μικρῆς μας ὁμάδας, ὅπως τόσοι καί τόσοι, κουκιά ἔτρωγα καί κουκιά ‘μολογοῦσα.

 Πᾶνε ἀρκετά χρόνια ἀπό τό βράδυ ἐκεῖνο, πού πέρασε ξαφνικά ἀπό τό σπίτι μας. Ἦλθε καί ἔφυγε σάν λεπτή βροχή, ἀφήνοντας τή δροσιά καί τό ἄρωμά της. Δέν ἔνοιωσα τήν παραμικρή λύπη γιά τήν ἐκδημία τοῦ  π. Εὐσεβίου Βίττη.  

 
                                                Ἱερομόναχος Εὐσέβιος Βίττης 
                                                       (1927-2009)
 
μοναχοῦ Μωυσέως Ἀγιορείτου.
 
Εἶχε σεμνότητα καί ὄχι σεμνοτυφία. Ἦταν ταπεινός καί ὄχι ταπεινόσχημος καί ταπεινολόγος. Ἦταν εὐφυής, ἀλλά ποτέ δέν ἔκανε τόν ἔξυπνο. Εἶχε καλές σπουδές, ἄρτια μόρφωση, σπάνια γλωσσομάθεια, πολλές γνώσεις καί δυνατότητες. Δέν θέλησε, ὅμως, ὅλα αὐτά νά τά χρησιμοποιήσει γιά νά ἀνέλθει σέ ὑψηλές θέσεις τῆς Ἐπιστήμης καί τῆς Ἐκκλησίας.Ἐπέλεξε μ’ ἐπίγνωση τήν ἱερωσύνη, γιά νά λειτουργεῖ, νά ἐξομολογεῖ καί ἁγιάζει τούς πιστούς μέ τή χάρη τῶν ἱερῶν μυστηρίων.
 

Γεννήθηκε στήν Πτολεμαΐδα τῆς Δ. Μακεδονίας τό 1927. Μετά τίς σπουδές του ἀκολούθησε τήν ἱερωσύνη ἀπό ζῆλο, πόθο καί μεγάλη ἀγάπη. Ἐργάστηκε φιλόπονα καί φιλότιμα τό ἱερατικό του ἔργο στή Σουηδία. Ἵδρυσε τό ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου παρά τήν πόλη Ράτβικ, ὅπου ἔγινε κέντρο γιά ἀρκετές ψυχές στήν ἑπταετία 1973-1980. Ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα καί ἀποσύρθηκε σ’ ἕνα ἥσυχο τόπο τῆς Ἀνατ. Μακεδονίας, τή Φαιά Πέτρα Σιντικῆς, ὅπου ἔκτισε ἕνα μοναστηράκι. Δέν ἀγάπησε τή σάρκα, τό χρῆμα, τόν κόσμο, τή δόξα, τή φήμη. Ἀρκέσθηκε στά λίγα, τ᾿ ἁπλᾶ, τά λιτά, τ᾿ ἀπαραίτητα. Ἐπέλεξε τήν ἀσημότητα, τήν ἀδοξία, τήν ἡσυχία.  Ὁ Θεός ὅμως τόν φανέρωσε πρός ἐνίσχυση πολλῶν. Ἔγινε δυνατός πόλος ἕλξεως ἀνθρώπων πού ζητούσαν τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους.Ἔγινε γνωστός στό Πανελλήνιο καί πέραν αὐτοῦ ὡς καλός κήρυκας τοῦ θείου λόγου, ὡς συγγραφέας μέ ἀξιόλογο ἔργο καί διακριτικός πνευματικός.

 Ἐμεῖς λίγο τόν γνωρίσαμε, ἀλλά πολύ τόν ἐκτιμήσαμε. Θυμᾶμαι μία φορά πού συναντηθήκαμε ἔξω ἀπό τόν πάνσεπτο ἱερό ναό τοῦ Πρωτάτου στίς Καρυές τοῦ Ἁγιου Ὄρους. Μ᾿  ἕνα ὑπέροχο μειδίαμα,μία κατανυκτική φωνή καί σεμνή στάση νά μέ ρωτᾶ μέ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τήν πολύπαθη ὑγεία μου, τά ταπεινά μου γραψίματα, τήν πορεία τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἄς εἶναι ἡ παροῦσα ἄκομψη καί ἄτεχνη γραφή ἕνα κεράκι στή μνήμη του. Ἀνεπαύθη ἐν Κυρίω στίς 4 11 2009 τό βράδυ στή Θεσσαλονίκη, ὕστερα ἀπό μακρά καί ὀδυνηρή ἀσθένεια, τήν ὁποία ὑπέμεινε ἀγόγγυστα, δοξολογικά κι᾿ εὐχαριστιακά. Ἤθελε νά κηδευτεῖ μ᾿ ἕνα μόνο ἱερέα. Ὁ Θεός ὅμως τοῦ ἐπεφύλαξε μία νεκρώσιμη ἀκολουθία πολυϊερατική καί ἀρχιερατική, μέ πλῆθος κόσμου, πού προσευχόταν θερμά γιά τόν ἐκλεκτό πνευματικό του πατέρα. Ἡ ταφή του ἔγινε στό ἡσυχαστήριο του, τῆς Φαιᾶς Πέτρας. Τήν ἴδια ἀκριβῶς ἡμερομηνία, πρίν πενήντα χρόνια, εἶχς ἀναπαυθεῖ μακάρια  ὁ νέος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὅσιος Γεώργιος Καρσλίδης τῆς Δράμας (1901- 1959). Ὁ λόγος του ἔχει σαφήνεια, ζέση, χάρη ἀπλότητα καί διδακτικότητα. Καταφέρνει σπουδαῖα θέματα νά τ᾿ ἀναλύει πολύ ὡραῖα, δίχως νά κουράζει.Ἕχει βαθειά γνώση τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου καί τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας. Γράφει: ”δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία πώς γιά νά ζήσουμε χρειαζόμαστε ἐκτός ἀπό τό ψωμί καί μερικά βασικά στοιχεῖα, πού εἶναι τό ἴδιο σπουδαῖα. Τό ψωμί ἱκανοποιεῖ τίς΄ ἐξωτερικές καί περιφερειακές ἀνάγκες. Ἔχουμε, ὅμως, καί βαθύτερες καί οὐσιαστικότερες ἀνάγκες. Τέτοιες ἀνάγκες εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐλευθερία καί τά ὅμοια. Ὑπάρχει, ὅμως, καί ἄλλο βάθος στό ζήτημα. Μᾶς μιλάει γι᾿ αὐτό ὁ Χριστός. Ἡ ἀντίδραση τοῦ Χριστοῦ (στόν δαίμονα, στήν ἔρημο, πού τόν πείραξε) εἶναι ἀπροσδόκητη. Ἀπαντάει ἀπερίφραστα στόν πειραστή. ”Ούκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνο ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπί παντί ρήματι ἐκπορευομένῳ διά στόματος Θεοῦ”. Δέν μπορεῖ νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος μονάχα μέ ψωμί, ἀλλά μέ κάθε λόγο πού βγαίνει ἀπό τό στόμα τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ Χριστός. Τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ εἶναι πώς μέ τό ψωμί χρειάζεται καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἱκανός ἤ νά συντηρήσει τόν ἄνθρωπο  καί χωρίς ψωμί ἤ νά τοῦ δώσει  αὐτό τό ψωμί του…

 Τοῦ ἀειμνήστου, ἀξιοσέβαστου καί ἀξιομακάριστου ἱερομονάχου Εὐσεβίου Βίττη, αἰωνία ἡ μνήμη.

  
 Πληρῶσαι Κύριος…
 
   Ὅταν μοῦ εἶπαν ”πέθανε ὁ π. Εὐσέβιος Βίττης”, ”πεθαίνουν οἱ ἀσκητές;”, ἀναρωτήθηκα. Καί δέν ἀναρωτήθηκα ρητορικά. Γιά νά πεθάνει κανείς πρέπει νά εἶναι προηγουμένως ζωντανός. Ἕνας ὅμως πού ἔχει νεκρώσει ἀπό πρίν τά πάντα, τί ἔχει νά τοῦ πάρει ὁ θάνατος;
   Ἕνας ζωντανός ἄνθρωπος τρέφεται΄ στόν π. Εὐσέβιο ἡ νηστεία ἔφτανε στά ὄρια τῆς κατάρρευσης. Ἕνας ζωντανός ἄνθρωπος ξεκουράζεται, γιά νά μπορέσει νά συνεχίσει τήν ἑπομένη μέρα΄ αὐτός τίς ἡμέρες διακονοῦσε καί τίς νύχτες ἀγρυπνοῦσε. Ἕνας ζωντανός ἄνθρωπος ἔχει μικρές ἔστω ἐπιθυμίες,  μικρά ”θέλω”, γιά νά αἰσθάνεται ὅτι ἡ ζωή πού ζῆ εἶναι δική του΄ αὐτός ζοῦσε ὁλοκληρωτικά στός ἀστερισμό τῶν ἄλλων.
   Ἀπ’ τήν ἄλλη, ὁ κάθε θάνατος εἶναι ἀπώλεια, εἶναι ἀπουσία. Γιά τόν π. Εὐσέβιο ὄμως τό αἴσθημα πού ἤδη ἐπικρατεῖ εἶναι ὄτι τώρα εἶναι πιό κοντά. Χωρίς περιορισμούς τόπου καί χρόνου. Δέν χρειάζεται ἕνα χρόνο νά κλείσεις συνάντηση μαζί του, οὔτε νά πᾶς χαράματα καί νά φύγεις μεσάνυχτα ἀπ’ τήν πόρτα του.
   Ἄρα πεθαίνουν οἱ ἀσκητές;
   Ἡ ζωή του ξοδεύτηκε σέ μιά τριπλή ὑπόθεση: στίς ὁμιλίες ὅσο εἶχε ἀκόμη φωνή, στά βιβλία πού ἔγραφε – καί βιαζόταν τώρα νά τελειώσει τόν Ἰώβ – καί τέλος στήν ἐξομολόγηση καί στήν  κατ’ ἰδίαν συζήτηση μέ τόν κόσμο -τά τελευταῖα χρόνια μέσα ἀπό μιά ὁλόκληρη μικροφωνική ἐγκατάσταση,  γιά νά μπορεῖ νά ἀκούει. Ἔφυγε ἔχοντας ξοδέψει τά πάντα, φωνή, σκέψη, αἰσθήσεις.
   Μαζί του πῆρε αὐτό πού εἶναι ἀξόδευτο, τό μόνο πού μένει: τήν ἀγάπη. Ὅσο ζοῦσε τόν κετέκλυζαν τά αἰτήματα καί τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων πού τοῦ γίνονταν γνωστά μέσα ἀπ’ τήν προσωπική ἐπαφή, μέσα ἀπό τηλεφωνήματα, μέσα ἀπό σημειώματα. ”Τό μόνο πού ἔχω εἶναι νά εἶμαι ὁ σκουπιδοντενεκές τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ”, εἶχε πεῖ κάποτε.
   Κι ἔτσι ὅ,τι δέν ἤθελαν οἱ ἄνθρωποι πήγαιναν καί τ’ ἄφηναν σ’ αὐτόν: ἀρρώστιες, ἀναπηρίες, ἀνασφάλειες, ἀναστατώσεις, ἀσυνεννοησίες, ἁμαρτίες, ἀδικίες, ἀπογοητεύσεις, ἀγωνίες, ἀναμονές, ὅλα τά ἄλφα πού πονοῦν. Τά’ ριχναν στήν ψυχή του κι οἱ ἴδιοι ἔφευγαν λυτρωμένοι.
   Ὄσο ζοῦσε τοῦ ἔλειπε μόνο ἕνα πράγμα΄ ὁ χρόνος. Καί εἶχε μόνο μιά ἔγνοια΄ τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Ἡ  ἔγνοια τῶν  ἀνθρώπων κύρτωσε τό σῶμα του,  ἀπασχόλησε τή σκέψη του, ἔφαγε τό χρόνο του, πόνεσε τήν ψυχή του. Τώρα ὄλος ὁ χρόνος εἶναι δικός του χωρίς τέλος. Ὅσο γιά τίς ἔγνοιες τίς κουβάλησε μαζί του. ”Πληρῶσαι Κύριος πάντα τά αἰτήματά σου”, τά αἰτήματα τῶν ἀνθρώπων.
   Γιατί ὅλοι ἔξω ἀπό τό κελλί του, ἀπ’ τή νεαρή μητέρα μέ τά ἀκριβά, ἐπώνυμα ροῦχα καί τή λαχτάρα  στό βλέμμα, μέχρι τήν ξεχασμένη τρόφιμο τοῦ γηροκομείου μέ τά ἐμφανῆ ψυχολογικά σημάδια της, ὅλοι περίμεναν κάτι ἀπ’ αὐτόν.
   Δέν ξέρω γιά τόν π. Εὐσέβιο τίποτα. Ποιός ἦταν πρίν, ἀπό ποῦ ἦταν ἡ πορεία του. Τί ξέρω; Μίλησα μία μόνο φορά  στή ζωή μου, γιά ἔνα τέταρτο, μαζί του. Καί ἦταν σάν μετά ἀπό μιά μακρά ὁδοιπορία νά ξεκουράστηκα γιά λίγο σ’ ἕνα ἀπό ἐκεῖνα τά ψηλά, γερά, βαθιά, γαλήνια δένδρα πού χρόνια τώρα ριζώνουν στή Φαιά Πέτρα, περιοχῆς Σιδηροκάστρου Σερρῶν.
(Ζ.Γ. ‘Απολύτρωσις ‘Ιανουάριος 2010, ἀριθμ. Φύλ.769)
 
 
 ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΒΙΤΤΗΣ, τοῦ Torsten Kälvemark.
 
   Ὁ Ἱερομόναχος Εὐσέβιος Βίττης, Σιδηρόκαστρο, Ἑλλάδα, ἀπεβίωσε σέ ἡλικία 82 ἐτῶν.
 
   Στά μέσα τοῦ 1960 γνώρισα στήν Uppsala τόν Ἕλληνα Θεολόγο Στέργιο Βίττη. Εἶχε ἐγκαταλείψει τήν πατρίδα του γιά να ἐργασθεῖ  στόν ὀργανισμό ρακοσυλλεκτῶν, Abbe Pierres, στό Παρίσι.Στή Σουηδία ῆρθε μέ τήν κίνηση Ἐμμαούς πρῶτα στή Lund καί μετά στήν Uppsala. Ἐκεῖ θά σπούδαζε Θεολογία, ἀλλά ἡ ἐργατική μετανάστευση ἀπό τήν Ἑλλάδα στή Σουηδία κατά τά τέλη τοῦ 1960, ἔφερε στήν ἐπικαιρότητα τήν ἀνάγκη τῶν νέων Ἑλλήνων γιά Θεία Λειτουργία καί πνευματική καθοδήγηση. Ἀκόμη ὡς λαΐκός διεύθυνε μία ἀπό τίς πρῶτες Θεῖες Λειτουργίες στή μικρή ἐνορία τῆς νότιας Σουηδίας, Algutsboda, μία κοινότητα μέ ἐξωτερική μετανάστευση, ἡ ὁποία εἶχε γίνει μία κοινότητα μέ νέους μετανάστες.
   Ἀργότερα χειροτονήθηκε σέ Μοναχό καί Ὀρθόδοξο ἱερέα καί ἔγινε γνωστός μέ τό καινούργιο ὄνομα πατήρ Εὐσέβιος.Ἡ διακονία του ὡς ἱερέας ἐπεκτείνονταν σέ ὅλη τή χώρα, διεκόπη ὅμως λόγῳ κάποιας προστριβῆς μέ τήν τότε ἡγεσία. Ὁ πατήρ Εὐσέβιος ἀποσύρθηκε στά, Dalarna,  ὅπου ἐργάστηκε σάν θυρωρός – βοηθός, στό Ἵδρυμα Berget στό Rättvik. Ἀγόρασε ἕνα παλιό σπίτι μέσα στό δάσος,  κοντά στό Rättvik καί αὐτό ἔγινε τό Ἡσυχαστήριό του, δηλ. ἕνα σπίτι μέ ἡσυχία, ἐκκλησάκι καί βιλιοθήκη. Ἀπ’ αὐτό τό σπίτι περπατοῦσε κάθε μέρα μιά μεγάλη ἀπόσταση γιά νά πηγαινοέρχεται  στή δουλειά του.  Μέ τό ἀρκετά μεγάλο συγγραφικό του ἔργο ἔγινε γνωστός καί στήν Ἑλλάδα. Ἑκατοντάδες γράμματα πνευματικοῦ περιεχομένου ἔφθαναν στόν Ἱερομόναχο πού ζοῦσε στό δάσος τοῦ Dalarna. Τό 1980 παροτρύνθηκε νά ἐπιστρέψει στήν Ἑλλάδα καί νά ἐγκατασταθεῖ στό Σιδηρόκαστρο, στή βόρεια Ἑλλάδα. Ἐκεῖ δέχονταν ἐξαντλητικά, πλῆθος ἐπισκεπτῶν πού ἤθελαν τή συμβουλή του. Εἶχε γίνει κάτι πού στά ἑλληνικά ὀνομάζεται Γέρων καί στά ρωσικά Στάρετς, πού σημαίνει ἕνας πεπειραμένος καί χαρισματικός πνευματικός καθοδηγητής.
   Ὁ πατήρ Εὐσέβιος δέν διέκοψε ποτέ τίς ἐπαφές του μέ τή Σουηδία.  Στή Σουηδία ὑπῆρξε τόσο γιά τούς Ἕλληνες ὅσο καί γιά τούς Σουηδούς μία σημαντική μορφή πού ἐκπροσωποῦσε  ὅ,τι πιό καλό ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξη παράδοση. Ἡ εὐγένεια καί ἡ καλωσύνη του ἀκτονοβολοῦσαν κατά κυριολεξία ἀπό μέσα του. Καί τό σπίτι του ἔξω ἀπό τό Rättvικ μέ τό Παρεκκλήσιο πού τό ἀγαποῦσε τόσο πολύ ὑπάρχει ἀκόμη μέσα στό δάσος. 
 (Ὁ Torsten Kälvemark εἷναι Ὀρθόδοξος Θεολόγος, Πρόεδρος τοῦ Ἀρχεολογικοῦ Ἰνστιτούτου Ἀθηνῶν, συνταξιοῦχος σύμβουλος τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Στοκχόλμης)
 
 
Ὲγραψαν γιά τόν π.Εὐσέβιο οἱ: Margareta Lindborg καί Per Mases.
 Κατά τό χρονικό διάστημα 1968-1980, Εὐσέβιος Βίττης κατοικοῦσε στό St: Davidsgården στό Rättvik μέ τό ψευδώνυμο PASCAL. Εἶχε φύγει ἀπό τήν Ἑλλάδα λόγω τῆς δικτατορίας, ἦρθε στό Göteborg καί ἐν συνεχεία στό Rättvik, ὅπου καί ἐργάστηκε σάν θυρωρόςτεχνίτης. Ἔμενε σ΄ ἕνα μικρό δωμάτιο δίπλα στόν καυστήρα θέρμανσης τοῦ κτιρίου, τό ὁποῖο καί εἶχε διαμορφώσει σέ μοναχικό κελί. Ἐκεῖ μετάφρασε τό Πάτερ ἡμῶν ἀπό τά Ἑλληνικά στά Σουηδικά. Οἱ ὥρες ἐργασίας του ἦταν ἀπό τίς ἕξη τό πρωί, ώς τίς δώδεκα τό μεσημέρι. Δέν συμμετεῖχε στίς καθιερωμένες κοινές προσευχές, ἀλλά ἔψαλλε τόν ἐσπερινό στά Ἑλληνικά καί ὅποιος ἤθελε μποροῦσε νά τόν παρακολουθήσει.

Τόν ἐλεύθερο χρόνο του χρησιμοποιοῦσε κατά διαφόρους τρόπους. Μεταξύ ἄλλων βοηθοῦσε στό Ἵδρυμα σέ ὁποιαδήποτε ἐργασία. Μποροῦσε νά κάνει διάφορες δουλειές τίς ὁποῖες δέν μποροῦσε νά κάνει καθένας. Ἦταν ἐπίσης πολύ ἐπιτήδειος μαραγκός καί ἔφτιαξε μιά δική του ἐφεύρεση, κάτι ξύλινα δοχεῖα γιά τό γάλα τά ὁποῖα πολύ μᾶς ἐξυπηρέτησαν.

 Μέσα στό δάσος στό Draggodalen ἐπιδιόρθωσε ἕνα παλιό διόροφο σπίτι μέ δωμάτια καί κουζίνα καί στόν ἐπάνω ὅροφο μία ἐκκλησία. Στό γραφεῖο του κατασκεύασε μιά ὡραῖα βιβλιοθήκη.

 Ἐπίσης ἁγιογραφοῦσε. Σ΄αὐτό τό σπιτάκι μέσα στό δάσος, ἤτανε πολύ εὐτυχισμένος.

 Ξυπνοῦσε πολύ πρωί, καί ξεκινοῦσε γιά τήν δουλειά του, στό S:t Davidsgården διασχίζοντας ἕξη χιλιόμετρα μέσα ἀπό τό δάσος. Στίς δώδεκα πού τελείωνε τήν ἐργασία του, ἐπέστρεφε στό σπιτάκι του στό δάσος γιά νά συνεχίσει τίς ἐργασίες του καί νά προσευχηθεῖ.

 Ὅταν ἔγινε 50 χρονῶν, μᾶς κάλεσε ὅλους. Εἶχε ζυμώσειλληνικό ψωμί καί κουλουράκια. Τοῦ κάναμε δῶρο ἕνα ποδήλατο ἀλλά δέν τό δέχτηκε. Μᾶς εὐχαρίστησε καί μᾶς εἶπε ὅτι ὑπάρχουν φτωχοί πού δέν ἔχουν ποδήλατο γι΄αὐτό κι έγώ δέν χρειάζεται νά ἔχω. Ἀργότερα μαζέψαμε λίγα χρήματα καί τοῦ ἀγοράσαμε ἕνα αὐτοκίνητο folksvagen, ἀλλά οὕτε καί αὐτό τό δέχτηκε.

 Κάποτε μᾶς ἐπισκέφθηκε ἕνας προϊστάμενος τοῦ κέντρου διακονίας τῆς Uppsalla καί μας εἶπε: Ξέρετε ποιόν ἔχετε ἀνάμεσά σας; τόν Εὐσέβιο Βίττη (Πασκάλ) ἕναν ὁρθόδοξο ἱερομόναχο. Ξέρετε ὅτι ἔχει ἱδρύσει 32 ὁρθόδοξες ἐνορίες κατά τήν διάρκεια τῆς παραμονῆς του ἐδῶἜχει δώσει λύσεις σέ θρησκευτικά καί πολιτικά προβλήματα, ἔγραψε ἐπίσης ἐπιστολές ὅπως Ἀπ. Παῦλος στίς ἑνορίες, ἔδωσε ἱδέες γιά τό πῶς θά τελοῦνται οἱ ὁρθόδοξες λειτουργίες, κ.λ.π.

  Πασκάλ μᾶς ἐπισκεπτόταν σέ τακτικά διαστήματα, μετά τήν φυγή του ἀπό τό Rättvik. πνευματικός του πατέρας τοῦ εἶχε πεῖ νά φύγει γιά τό Ἅγιον Ὅρος καί φυσικά ὑπάκουσε. Καταλάβαμε ὅμως ὅτι με δυσκολία ἀκολούθησε τήν ὑπόδειξη τοῦ πνευματικοῦ του, ὅταν μιά μέρα μᾶς εἶπε: Ἅν δεῖτε ἀνάμεσα στό S:t Davidsgården καί Draggådalen μιά καρδιά ματωμένη θἄναι δική μου.

 Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἀντιληφθήκαμε ὅτι εἶχε ἀφόρητους πόνους στή μέση του καί οἱ δυνάμεις του τόν ἐγκατέλειπαν.Ὅταν μᾶς ἀποχαιρέτησε, δέν φανταζόμασταν ποτέ ὅτι δέν θά τόν ξαναδοῦμε. Μέ πολλή εὐγνωμοσύνη στήν καρδιά, θυμόμαστε τόν Πασκάλ, σάν ἕνα πολύ καλό φίλο καί συνάδελφο.

 Margareta Lindborg – Per Mases   

 

S:t Davidsgården RÄTTVIK

Ἀρχιμ. Μελέτιος Βαδραχάνης

Γνώρισα τον Γέροντα Ευσέβιο το καλοκαίρι του 1981, αφού απεφοίτησα από τη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Τον επισκέφθηκα στις κατασκηνώσεις της Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου, όπου διέμεινε τότε. Αμέσως μετά έφυγα για το στρατό και, αρκετούς μήνες αργότερα, του έγραψα κάρτα από την Καλαμωτή της Χίου με ευχές για το νέο –τότε- έτος 1982, εξιστορώντας συγχρόνως και την ηθική κατάσταση που υπήρχε στο στρατό και τα προβλήματα που αντιμετώπιζα σαν θεολόγος – γραφεύς, δηλαδή βοηθός στρατιωτικού ιερέως, επιφορτισμένος να κάνω κηρύγματα για την θρησκευτική και ηθική διαπαιδαγώγηση των συναδέλφων μου στρατιωτών. Σ’ αυτή την κάρτα απάντησε ο π. Ευσέβιος στην ελαχιστότητά μου με την επιστολή που παραθέτω. Το κοσμικό μου όνομα τότε ήταν Μιλτιάδης.

Ας είναι η δημοσίευση αυτή ένα μικρό μνημόσυνο του αγίου, σοφού, και ασυνήθιστα ευγενικού και ταπεινού ανδρός.

Αρχιμ. Μελέτιος Απ. Βαδραχάνης

Σιδηρόκαστρο 12-1-1982

Αγαπητέ μου κ. Βαδραχάνη

Με αρκετή καθυστέρηση πήρα την πλούσια σε ευχάς αγάπης χριστουγεννιάτικη κάρτα Σας.  Σας ευχαριστώ θερμά που με θυμηθήκατε.

Εύχομαι κι εγώ ολόψυχα να είναι η καινούργια χρονιά και για Σας (και για όλους μας) χρονιά διαποτισμένη από το πνεύμα της Σαρκώσεως και του μηνύματος της μετανοίας, που απηύθυναν στον κόσμο τόσο ο Πρόδρομος του Κυρίου όσο και ο ίδιος ο Κύριος, και φυσικά κατάφορτο από τους πρακτικούς της καρπούς. Οι καιροί μας, καιροί αποστασίας και γεμάτοι αυθάδεια και εσωτερική έπαρση αντιθεΐας, απαιτούν πνευματική ζυγοστάθμιση και «αρετήν ου την τυχούσαν» εκ μέρους των πιστών, ώστε να μας λυπηθεί ο Κύριος και να κατευ-νάσει την «επί αμαρτωλούς απειλήν του».

Όσα γράφετε είναι ατυχώς σωστά. Τα έχουμε ζήσει και δοκιμάσει και στους δικούς μας καιρούς. Το πνεύμα της αποστασίας, τόσο στο θεωρητικό όσο –και προ πάντων- στον πρακτικό τομέα, είναι αμετάβλητο. Οι άνθρωποι αμιλλώνται ο ένας τον άλλον ποιος να ξεπεράσει ποιον στην διαφθορά και την ηθική κ.λ.π. έκλυση. «Άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε, παρεσυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». Η διαπίστωση αυτή του ψαλμωδού παραμένει στο ακέραιο επίκαιρη. Ας μη τα χάνουμε όμως! «Μείζων ο εν ημίν»!

Μας έχει γίνει μια ειδική κλίση διαμέσου της ιδιότητας που έχουμε. Και έχουμε χρέος τόσο με εσωτερικό αγώνα όσο και με εξωτερική δράση να την κάνουμε ευεργετικά αισθητή στο όποιο περιβάλλον μας. «Ούτως ημάς λογιζέσθω άνθρωπος ως υπηρέτας Χριστού, ως οικονόμους μυστηρίων Θεού. Ό δε ζητείται εν τοις οικονόμοις, ίνα πιστός τις ευρεθή (Α΄ Κορ. 4,1-2).

Όπως καταλαβαίνετε, δεν πρόκειται για την ειδική ιερατική διακονία (τουλάχιστον όχι μόνο γι’ αυτήν), αλλά και για τη γενικότερη αποστολή, τη χα-ρισματική, κάθε πιστού στο περιβάλλον του. Και ακριβώς γι’ αυτό μας ζητείται η πιστότητα και η σταθερότητα, παρά την μη πιστότητα και την μη σταθερότητα του κόσμου, που «παράγει» όπως και «το σχήμα αυτού». Βέβαια αυτά δεν είναι κατορθώματα δικά μας· «ουκ εγώ δε, αλλ’ η χάρις του Θεού η συν εμοί» λέει ο ίδιος Απόστολος. Εάν λείψουν όμως και οι πιστοί, οι «εδραίοι και αμετακίνητοι» που έχουν εποικοδομηθεί επί τον «κείμενον (θεμέλιον) ος έστιν Ιησούς Χριστός» τότε τι θα υπάρξει σταθερό και μόνιμο σ’ ένα μεταβαλλόμενο κόσμο, όπου τα «πάντα ρει» υπό κάθε έννοια;

Εύχομαι ταπεινά να Σας στηρίζει και δυναμώνει ο Κύριος στο δύσκολο έργο της μαρτυρίας έργω και λόγω του Κυρίου Ιησού Χριστού και προ πάντων να προάγεσθε εσωτερικά «το οπτικόν της ψυχής» διηνεκώς «εκκαθαίροντες». «Και εν έξει αρετής γενόμενος μη μεριμνάτε περί κακώσεως πονηρών πνευμάτων (και των οργάνων των). Και έστω υμίν «φανερός της εις Θεόν προκοπής ο πλούτος και ο εις Θεόν έρως και η αγάπη, η εις τον Θεόν ενατένισίς τε και ανάβασις. Έτι δε ερωτικώς τε και απλήστως τη αναβάσει επεκτεινόμενος εκ γεύσεως θείου και εκστασίαν πόθου» μη σταθήτε μέχρι τα Σεραφίμ φθάσητε· μηδέ κοπάσητε της του νου νήψεως και ερωτικής υψώσεως, μέχρις αν άγγελος (το κατά δύναμιν) γένησθε, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ησύχιος ο Πρεσβύτερος1).

«Ταύτα σοι, Μιλτιάδη, ο της ευσεβείας φερώνυμος, ει και πράξεως διέψευσται. Άλλ’ ίσως ουχ όλως, αλλ’ ό ο Θεός έδωκεν, ο εν Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι αινούμενός τε και δοξαζόμενος υπό πάσης λογικής φύσεως…».

Σας χαιρετώ

Με πολλή αγάπη Χριστού

Ευσέβιος

κεγχριαίος μοναχός

1. Ησύχιος ο Πρεσβύτερος· έζησε στην Παλαιστίνη ως ιερομόναχος τον 4ο με 5ο αιώνα μ. Χ. (κοιμήθηκε το 433) και ανήκε στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Έγραψε συγγράμματα περί νήψεως και προσοχής του νου.

2. κεγχριαίος· αυτός που έχει το μέγεθος του κέγχρου. Κέγχρος είναι είδος φυτού και ο σπόρος του. Συνεπώς κεγχριαίος ο ελάχιστος, ο έσχατος, ο τελευταίος· ή όπως επεξηγεί ο ίδιος ο π. Ευσέβιος σε άλλη του επιστολή ο «υποκάτω πάντων και πάσης της φύσεως».

 

 


Annons

Kommentera

Fyll i dina uppgifter nedan eller klicka på en ikon för att logga in:

WordPress.com-logga

Du kommenterar med ditt WordPress.com-konto. Logga ut /  Ändra )

Facebook-foto

Du kommenterar med ditt Facebook-konto. Logga ut /  Ändra )

Ansluter till %s

Trackback this post  |  Subscribe to the comments via RSS Feed


%d bloggare gillar detta: